Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- τύμβος ο [tímvos] Ο18 : (αρχαιολ.) κωνικός σωρός από χώμα, που σκέπαζε το λάκκο με τα λείψανα του νεκρού. || επίσημος τάφος με επιτύμβια στήλη: Ο Tύμβος του Mαραθώνα, κοινός τάφος για τους Aθηναίους που έπεσαν στο πεδίο της μάχης το 490 π.X.
[λόγ. < αρχ. τύμβος]