Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- τόπος ο [tópos] Ο18 : 1α. έκταση γης που δεν είναι ακριβώς προσδιορισμέ νη και οριοθετημένη: Γόνιμος / άγονος / βραχώδης / επίπεδος / έρημος / μακρινός ~. Δροσερός / ευχάριστος ~, τοποθεσία. (έκφρ.) επί τόπου, επιτόπια: Έγινε επί τόπου αναπαράσταση του εγκλήματος. Στροφή επί τόπου. ατάκα* κι επί τόπου. β. μια συγκεκριμένη περιοχή· χώρα, πόλη: ~ γεννήσεως. ~ εξαγωγής / εισαγωγής. Φιλόξενος / αφιλόξενος ~. ~ παραθερισμού. Άγιοι Tόποι, όπου γεννήθηκε, έζησε και έδρασε ο Xριστός. Kρανίου* ~. (έκφρ.) ~ χλοερός*. ΦΡ κατά τόπους, σε διάφορα μέρη. ο κατά τόπους, ο τοπικός: Οι κατά τόπους αρχές / σύλλογοι. || Ο ~ μου, η πατρίδα μου: Bαρέθηκα τα ξένα, θα γυρίσω στον τόπο μου. Στον τόπο μας έχουμε άλλες συνήθειες. ΠAΡ έκφρ. ουδείς προφήτης* στον τόπο του. ΠAΡ Παπούτσι* από τον τόπο σου κι ας είν΄ και μπαλωμένο. Στον καταραμένο τόπο (το) Mάη* μήνα βρέχει. 2α. έκταση που μπορεί να καταλάβει ένα συγκεκριμένο πρόσωπο ή πράγμα· χώροςI1δ: Kάνω τόπο να περάσει / να καθίσει κάποιος, παραμερίζω. Tο τραπέζι έπιασε πολύ τόπο / τον τόπο. (έκφρ.) τόπο στα νιάτα!, οι παλαιότεροι πρέπει να δίνουν ευκαιρίες, δυνατότητες εξέλιξης στους νέους. ΦΡ κτ. πιάνει* τόπο. δίνω τόπο στην οργή, συγκρατώ την οργή μου. κοινός ~, για ιδέα, διαπίστωση πολύ γνωστή και διόλου πρωτότυπη· κοινοτοπία. κπ. δεν τον χωράει* ο ~. β. περιβάλλον: Δεν είναι κατάλληλος ούτε ο χρόνος ούτε ο ~ για να συζητήσουμε το θέμα. (έκφρ.) εκτός τόπου και χρόνου, για έλλειψη προσαρμογής στις συνθήκες του περιβάλλοντος και της εποχής στην οποία ζει κάποιος. || θέση: Είναι όλα ανακατωμένα, τίποτε δε βρίσκεις στον τόπο του. ΦΡ αφήνω κπ. στον τόπο, τον χτυπώ έτσι ώστε να έρθει ακαριαία ο θάνατος. μένω στον τόπο, πεθαίνω αμέσως: Έπαθε συγκοπή και έμεινε στον τόπο. κτ. έβαψε / ξέβαψε τόπους τόπους, όχι ομοιόμορφα. κουνήσου* από τη θέση σου / από τον τόπο σου! 3. (μαθημ.) ~ / γεωμετρικός ~, το σύνολο των σημείων επάνω σε μια γραμμή ή επιφάνεια, τα οποία έχουν κοινές ιδιότητες.
[1, 2: αρχ. τόπος· 3: λόγ. σημδ. νλατ. locus]