Παράλληλη αναζήτηση
7 εγγραφές [1 - 7] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- τόξο το [tókso] Ο39 : 1. αρχαίο επιθετικό όπλο που το κατασκεύαζαν από ένα ευλύγιστο στέλεχος, λυγισμένο ημικυκλικά, στα δύο άκρα του οποίου ήταν δεμένη μια τεντωμένη χορδή, και που το χρησιμοποιούσαν για να ρίχνουν μακριά τα βέλη: Tεντώνω το ~ / τη χορδή του τόξου. 2. οτιδήποτε έχει τη μορφή τόξου. α. (γεωμ.) τμήμα καμπύλης γραμμής που ορίζεται από δύο σημεία: ~ κύκλου / έλλειψης. ~ 90Φ. || H φωτοβολίδα διέγραψε ένα μεγάλο ~ στον ουρανό. β. (αρχιτ.) ημικυκλική κατασκευή που καλύπτει ανοίγματα και που είναι ικανή να δέχεται τα βάρη της τοιχοποιίας και να μεταφέρει τις πιέσεις στα πλάγια· (πρβ. καμάρα): Aνακουφιστικό* ~. Tυφλό* ~. γ. (ανατ.) ονομασία οργάνων ή οστών του σώματος: Aορτικό ~. Zυγωματικό / φατνιακό ~. ~ στομάχου. δ. (φυσ.) βολταϊκό* ~. ε. (μετεωρ.) Ουράνιο ~, το φωτεινό τόξο με τα επτά χρώματα της ίριδας που βλέπουμε να σχηματίζεται στον ουρανό, μόλις σταματήσει η βροχή και βγει ο ήλιος· ίριδα. στ. (μουσ.) δοξάρι.
[λόγ.: 1: αρχ. τόξον· 2α: λόγ. < αρχ. τόξον· 2β, ε: λόγ. ελνστ. σημ.· 2γ, δ: λόγ. σημδ. γαλλ. arc· 2στ: σημδ. ιταλ. arco ή γαλλ. archet]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- τοξοβολία η [toksovolía] Ο25 : (αθλ.) η βολή βέλους με τόξο.
[λόγ. < ελνστ. τοξοβολία]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- τοξοειδής -ής -ές [toksoiδís] Ε10 : που έχει σχήμα τόξου· τοξωτός: Tοξοειδές παράθυρο / άνοιγμα.
[λόγ. < ελνστ. τοξοειδής]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- τοξόπλασμα το [toksóplazma] Ο49 : (βιολ.) ονομασία πρωτοζώων που παρασιτούν σε ορισμένα ζώα.
[λόγ. < γαλλ. toxoplasme < αρχ. τόξο(ν) + πλάσμα]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- τοξοπλάσμωση η [toksoplázmosi] Ο33 : (ιατρ.) μόλυνση που προκαλείται από τοξόπλασμα.
[λόγ. < γαλλ. toxoplasmose < toxoplasm(e) = τοξόπλασμ(α) -ose = -ωσις > -ωση]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- τοξοστοιχία η [toksostixía] Ο25 : σειρά από κίονες ή πεσσούς που συνδέονται με τόξα.
[λόγ. τόξ(ον) -ο- + στοίχ(ος) -ία]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- τοξότης ο [toksótis] Ο10 : I. στρατιώτης οπλισμένος με τόξο. || αυτός που κυνηγούσε με τόξο. II. Tοξότης: 1. (αστρον.) αστερισμός του νότιου ημισφαιρίου. 2. (αστρολ.) α. το ένατο από τα δώδεκα μέρη στα οποία διαιρείται ο ζωδιακός κύκλος και το αντίστοιχο χρονικό διάστημα από 22 Nοεμβρίου έως 21 Δεκεμβρίου: Γεννήθηκε στον Tοξότη. || το σύμβολο του παραπάνω ζωδίου. β. για πρόσωπο που γεννήθηκε στον Tοξότη: Είναι Tοξότης.
[λόγ.: 1: αρχ. τοξότης· 2: αρχ. Τοξότης]