Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- τόλμημα το [tólmima] Ο49 : τολμηρή, ριψοκίνδυνη πράξη: Έκαναν το ~ να σπάσουν τον εχθρικό κλοιό. Είναι μεγάλο ~ να αρχίσεις μια τέτοια δουλειά χωρίς να διαθέτεις κεφάλαια.
[λόγ. < αρχ. τόλμημα]