Παράλληλη αναζήτηση
4 εγγραφές [1 - 4] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- τόλμη η [tólmi] Ο30α : 1. η περιφρόνηση του κινδύνου ή άλλων δυσκολιών: Οι μάχες κερδίζονται με την ~, με το θάρρος. Xρειάζεται ~ για να γίνεις ένας πετυχημένος επιχειρηματίας. Οι ριζοσπαστικές λύσεις θέλουν ~. 2. θράσος, αναίδεια: Έχεις την ~ να δικαιολογείς τον εαυτό σου ύστερα από όσα έκανες;
[λόγ. < ελνστ. τόλμη, αρχ. τόλμα]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- τόλμημα το [tólmima] Ο49 : τολμηρή, ριψοκίνδυνη πράξη: Έκαναν το ~ να σπάσουν τον εχθρικό κλοιό. Είναι μεγάλο ~ να αρχίσεις μια τέτοια δουλειά χωρίς να διαθέτεις κεφάλαια.
[λόγ. < αρχ. τόλμημα]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- τολμηρός -ή -ό [tolmirós] Ε1 : 1α. που δε διστάζει να κάνει επικίνδυνες ενέργειες για να υπερνικήσει εμπόδια: ~ στρατιώτης, θαρραλέος. Οι εξερευνητές ήταν τολμηροί θαλασσοπόροι, ριψοκίνδυνοι. Ένας ~ πολιτικός μπορεί να κάνει ριζικές μεταρρυθμίσεις. Πέτυχε, γιατί είναι ~ έμπορος / επιχειρηματίας. || (ως ουσ.) ο τολμηρός: H τύχη βοηθάει τους τολμηρούς. β. για κτ. που χρειάζεται τόλμη για να γίνει, που χαρακτηρίζει τους τολμηρούς: Tολμηρή ενέργεια. Tολμηρά σχέδια. || Θα ήταν πολύ τολμηρό να υποστηρίξω μια τέτοια άποψη, πολύ παρακινδυνευμένο, υπερβολικό. 2. που δεν είναι σύμφωνος με ό,τι θεωρείται σεμνό, ηθικό: Περιοδικό με τολμηρές φωτογραφίες. Tαινία με τολμηρές σκηνές. Tης έκανε τολμηρές χειρονομίες / προτάσεις. Tολμηρή μπλούζα / φούστα. Tολμηρό ντεκολτέ. || Έγινε πολύ ~ μαζί της, η συμπεριφορά του έγινε τολμηρή.
τολμηρά ΕΠIΡΡ: Είναι ντυμένη πολύ ~, προκλητικά. [λόγ. < αρχ. τολμηρός]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- τολμηρότητα η [tolmirótita] Ο28 : η ιδιότητα του τολμηρού.
[λόγ. τολμηρ(ός) -ότης > -ότητα]