Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- τωρινός -ή -ό [torinós] Ε1 : που υπάρχει τώρα, που συμβαίνει στη σύγχρονη περίοδο ή στην εποχή που ζούμε· σημερινός2: Ο ~ διευθυντής. H τωρινή κυβέρνηση. Άλλα προβλήματα είχε η περασμένη γενιά και άλλα η τωρινή.
[μσν. τωρινός < τώρ(α) -ινός]