Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- τυχοδιωκτικός -ή -ό [tixoδioktikós] Ε1 : που έχει τις ιδιότητες του τυχοδιώκτη ή που ταιριάζει σε τυχοδιώκτη: Ένας ~ τύπος. Άνθρωπος με τυχοδιωκτικό πνεύμα. Έζησε μια τυχοδιωκτική ζωή.
τυχοδιωκτικά ΕΠIΡΡ. [λόγ. τυχοδιώκτ(ης) -ικός]