Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- τυχερός -ή -ό [tixerós] Ε1 : 1α. που έχει καλή τύχη, που τα γεγονότα της ζωής του εξελίσσονται ευνοϊκά γι΄ αυτόν. ANT άτυχος: Είναι ~ άνθρωπος. Ήταν τυχεροί όσοι γλίτωσαν. Στάθηκε ~ και οι δουλειές του πήγαν καλά. Tυχεροί οι γονείς που έχουν καλά παιδιά. Ήσουν τυχερή που με πρόλαβες πριν φύγω. (έκφρ.) τελευταίος* και ~. || (ως ουσ.): Ο ~ της χρονιάς, που κέρδισε τον πρώτο αριθμό του λαχείου. Στη ζωή υπάρχουν οι τυχεροί και οι άτυχοι. β. που φέρνει τύχη, του οποίου η ύπαρξη, η παρουσία συνδέεται με την ευνοϊκή εξέλιξη γεγονότων της ζωής των ανθρώπων· γούρικος: Ο γιος μου ήταν ~, μόλις γεννήθηκε πήρα προαγωγή. Tυχερή μέρα σήμερα, όλα καλά μου πήγαν. Tο τρία είναι ο ~ αριθμός του. 2. που εξαρτάται από την τύχη1β, από σύμπτωση παραγόντων που δεν μπορούμε να τους υπολογίσουμε ή να τους προβλέψουμε: Ο γάμος είναι ~ / τυχερό πράγμα. Θα γίνει ό,τι είναι τυχερό. Όλα είναι τυχερά στη ζωή, εμείς δεν μπορούμε να κάνουμε τίποτα. Ήταν τυχερό να μην ξανασυναντηθούμε. Tυχερά παιχνίδια, στα οποία η επιτυχία δεν εξαρτάται από την ικανότητα του παίκτη, αλλά από την τύχη, όπως π.χ. τα ζάρια. ANT τεχνικά παιχνίδια. 3. (ως ουσ.) α. το τυχερό, η τύχη, η μοίρα: Aυτό ήταν το τυχερό του, να πεθάνει νέος. β. (οικ.) τα τυχερά: β1. η αμοιβή που παίρνει ένας εργαζόμενος, πέρα από τις τακτικές αποδοχές του, για την παροχή μιας έκτακτης υπηρεσίας. || (ειρ.): Tα τυχερά του επαγγέλματος, οι ιδιαίτερες δυσκολίες του. β2. η αμοιβή που δίνουν οι πιστοί στους ιερείς για την τέλεση ενός μυστηρίου.
τυχερούλης -α -ικο YΠΟKΟΡ. [μσν. τυχερός < αρχ. τυχηρός με τροπή άτ. [ir > er] · τυχερ(ός) -ούλης]