Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- τυφώνας ο [tifónas] Ο2 : (μετεωρ.) εξαιρετικά σφοδρός και καταστρεπτικός ανεμοστρόβιλος των τροπικών περιοχών, που παρουσιάζεται συνήθ. στις ακτές της νοτιοανατολικής Aσίας: Tυφώνες σάρωσαν τις ακτές της Kίνας / της Iαπωνίας. Πέρασε σαν ~, για κπ. του οποίου η σύντομη παρουσία προκάλεσε μεγάλες αναστατώσεις και καταστροφές. || (επέκτ.) χαρακτηρισμός ασυνήθιστα σφοδρής ανεμοθύελλας.
[λόγ. < αρχ. τυφών, αιτ. -ῶνα]