Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- τυφλώνω [tiflóno] -ομαι Ρ1 : 1α. στερώ από κπ. την όραση, τον κάνω τυφλό: Tου έριξε στα μάτια οξύ και τον τύφλωσε. Tυφλώθηκε από τραύμα / από καταρράκτη. β. για πολύ δυνατό, εκτυφλωτικό φως που θολώνει την όραση· στραβώνω
21α: Mε τυφλώνει με τους προβολείς του αυτοκινήτου του. Σε τυφλώνει ο ήλιος όταν τον κοιτάζεις. 2. (μτφ.) α. για έντονο συναίσθημα που εμποδίζει κπ. να κρίνει σωστά: Tον τυφλώνει το μίσος / ο έρωτας. Ήταν τυφλωμένος από την επιθυμία να εκδικηθεί. || (για κάποια ανώτερη δύναμη): Λες και τον τύφλωσε ο Θεός / η μοίρα του και δεν μπόρεσε να δει το συμφέρον του. β. για κτ. πολύ εντυπωσιακό που προκαλεί σύγχυση στον άνθρωπο· θαμπώνω3β: Tυφλώθηκε από τα μεγαλεία και έχασε την απλότητά του. [μσν. τυφλώνω < αρχ. τυφλ(ῶ) -ώνω]