Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- τυφλοσούρτης ο [tiflosúrtis] & τυφλοσύρτης ο [tiflosírtis] Ο10 : (οικ., μειωτ.) α. σχολικό βοήθημα που δίνει έτοιμες λύσεις, χωρίς να αυτενεργεί ο μαθητής: Έκανε τη μετάφραση του κειμένου / έλυσε τα προβλήματα από τον τυφλοσούρτη. β. μικρός οδηγός με πρακτικές λύσεις για διάφορα προβλήματα, που απευθύνεται σε άπειρους ερασιτέχνες: Πλέκει / μαγειρεύει με τον τυφλοσούρτη.
[τυφλ(ός) -ο- + σούρ(νω) -της· τυφλ(ός) -ο- + συρ- (σέρνω) -της]