Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- τυφλοπόντικας ο [tiflopóndikas] Ο5 : μικρό εντομοφάγο τρωκτικό, με πολύ μικρά μάτια και αδύνατη όραση, που ζει κάτω από τη γη σε υπόγειες στοές που τις σκάβει με τα κατάλληλα διαμορφωμένα μπροστινά του πόδια· ασπάλακας: Zει σαν τον τυφλοπόντικα, σε ανήλιο ή υπόγειο χώρο.
[τυφλ(ός) -ο- + ποντικός, μεταπλ. -ας]