Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: τυφέκιο
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
τυφέκιο το [tifékio] Ο40 : (λόγ.) τουφέκι.

[λόγ. επίδρ. στο τουφέκι κατά το τουρκ. έτυμο tüfek (δες στο τουφέκι)]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
τυφεκιοφόρος ο [tifekiofóros] Ο18 : (στρατ.) στρατιώτης που έχει ως κύριο οπλισμό το τουφέκι.

[λόγ. τυφέκι(ον) -ο- + -φόρος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες