Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- τυρόπιτα η [tirópita] Ο27 : 1. είδος πίτας που γίνεται με τριμμένο τυρί, γάλα και αυγά: ~ με φύλλο / με σφολιάτα. ~ του ταψιού. Xωριάτικη ~. 2. κομμάτι τυρόπιτας ή ατομική τυρόπιτα.
τυροπιτούλα η YΠΟKΟΡ. τυροπιτάκι το YΠΟKΟΡ πολύ μικρή, συνήθ. τριγωνική τυρόπιτα. [τυ ρ(ί) -ο- + -πιτα· τυρόπιτ(α) -ούλα]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- τυροπιτάδικο το [tiropitáδiko] Ο41 : (προφ.) κατάστημα όπου πωλούνται ή παρασκευάζονται τυρόπιτες2.
[τυρόπιτ(α) -άδικο]