Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- τυροτρίφτης ο [tirotríftis] Ο10 : (οικ.) τρίφτης για το τυρί.
[μσν. τυροτρίπτης με ανομ. τρόπου άρθρ. [pt > ft] < τυρ(ίν) -ο- + τρίπτης (δες τρίφτης 1)]