Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- τυραννόσαυρος ο [tiranósavros] Ο20α : (παλαιοντ.) είδος γιγάντιου σαρκοφάγου δεινόσαυρου.
[λόγ. < νλατ. tyrannosaur(us) -ος < αρχ. τύραν νο(ς) + σαῦρος `σαύρα΄]