Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- τυραννίδα η [tiraníδa] Ο26 : είδος πολιτεύματος, κατά την ελληνική αρχαιότητα, στο οποίο την εξουσία την ασκούσε απολυταρχικά ο τύραννος· τυραννία1α: H ~ του Πεισιστράτου στην αρχαία Aθήνα.
[λόγ. < αρχ. τυραννίς, αιτ. -ίδα]