Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- τυράννια η [tirána] Ο25α : (λαϊκότρ.) τυραννία2β.
[τυρανν(ώ) -ια (αναδρ. σχημ.)]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- τυραννία η [tiranía] Ο25 : 1α. είδος πολιτεύματος στην αρχαία Ελλάδα· τυραννίδα. β. απολυταρχικός, δεσποτικός τρόπος διακυβέρνησης: Ο λαός αγωνίστηκε εναντίον της τυραννίας. 2α. άσκηση καταναγκασμού, καταπίεση: Δεν μπορεί να αντέξει την ~ του εργοδότη του / του άντρα της / της γυναίκας του. β. πολύ μεγάλη σωματική ή ψυχική ταλαιπωρία· μαρτύριο: Aυτή δεν είναι ζωή, είναι ~. Είναι μεγάλη ~ να μεγαλώνεις παιδιά μέσα στη φτώχεια.
[λόγ. < αρχ. τυραννία]