Παράλληλη αναζήτηση
4 εγγραφές [1 - 4] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- τυρί το [tirí] Ο43 : τρόφιμο που παρασκευάζεται από γάλα που έχει πήξει και που στη συνέχεια παθαίνει ζυμώσεις στα διάφορα στάδια της παρασκευής του: Mαλακά τυριά, φέτα, τελεμές, μανούρι κτλ. Σκληρά τυριά, κεφαλοτύρι, κασέρι κτλ. Xλωρό ~, που το έπηξαν πρόσφατα. Ένα κεφάλι ~. Ψωμί και ~, ψωμοτύρι. || (ειδικότ.) τυρί φέτα. || (προφ.) ως ειρωνική απάντηση σε ερώτηση που περιέχει τη λέξη “τι” και που γίνεται συνήθως επίμονα.
τυράκι το YΠΟKΟΡ 1. Έφαγα λίγο ψωμάκι με ~. 2. τυρί σε ατομική συσκευασία. [μσν. τυρί(ν) < αρχ. τυρίον υποκορ. της λ. τυρός]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- τυριέρα η [tirjéra] Ο25α : επιτραπέζιο σκεύος για το σερβίρισμα του τυριού.
[τυρ(ί) -ιέρα]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- Tυρινή η [tiriní] Ο29 : η Tυροφάγος.
[μσν. Τυρινή ουσιαστικοπ. θηλ. του επιθ. τυρινός < τυρ(ί) -ινός]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- τυρίνη η [tiríni] Ο30 : (χημ.) λευκωματώδης ουσία που περιέχεται στο γάλα· καζεΐνη1.
[λόγ. τυρ(ός) -ίνη μτφρδ. γαλλ. caséine]