Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: τυράννισμα
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
τυράννισμα το [tiránizma] Ο49 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του τυραννώ: ~ μου κάνει αυτό το παιδί για να φάει! Είναι μεγάλο ~ να δουλεύεις μέσα στο κρύο, τυραννία.

[τυρανν(ώ) -ισμα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες