Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- τυποποίηση η [tipopíisi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του τυποποιώ. 1. παραγωγή προϊόντων σύμφωνα με έναν ορισμένο τύπο: H ~ των ελληνικών κρασιών σύμφωνα με τις ευρωπαϊκές προδιαγραφές. ~ εργασίας. 2. (μειωτ.) διαμόρφωση σύμφωνα με ένα πρότυπο και προσκόλληση σε αυτό: H ~ ενός καλλιτέχνη σε ορισμένα μόνο θέματα. H ~ του τρόπου διδασκαλίας αμβλύνει το ενδιαφέρον των μαθητών.
[λόγ. τυποποιη- (τυποποιώ) -σις > -ση]