Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: τυπολογικός -ή -ό
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
τυπολογικός -ή -ό [tipolojikós] Ε1 : που αναφέρεται στην τυπολογία: Tυπολογική κατάταξη των γλωσσών. Mια τυπολογική σειρά σπιτιών. || (ως ουσ.) το τυπολογικό, (γραμμ.) το τυπικό1.

[λόγ. < γαλλ. typologique < typolog(ie) = τυπολογ(ία) -ique = -ικός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες