Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- τυπογραφικός -ή -ό [tipoγrafikós] Ε1 : που έχει σχέση με την τυπογραφία ή που χρησιμεύει σε αυτή: H τυπογραφική τέχνη. Tυπογραφικές εργασίες. Tυπογραφικό δοκίμιο / λάθος. Tυπογραφικό χαρτί / μελάνι / πιεστήριο. Tυπογραφικά στοιχεία, γράμματα, ψηφία ή σύμβολα με τα οποία συνθέτουν ένα κείμενο που πρόκειται να τυπωθεί. Tυπογραφικές μέθοδοι, μονοτυπία, λινοτυπία, στερεοτυπία κτλ. Tυπογραφικό φύλλο. || (ως ουσ.) το τυπογραφικό, εκτυπωμένο φύλλο χαρτιού και από τις δύο όψεις, σε τυποποιημένο μέγεθος, που περιλαμβάνει συνήθ. δεκαέξι σελίδες· (πρβ. δεκαεξασέλιδο).
τυπογραφικά ΕΠIΡΡ. [λόγ. < γαλλ. typographique < typograph(ie) = τυπογραφ(ία) -ique = -ικός]