Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- τυπάς ο [tipás] Ο1 θηλ. τύπισσα [típisa] Ο27 : (λαϊκ.) 1. άτομο με ολοκληρωμένη προσωπικότητα και χαρακτηριστικό, προσωπικό στιλ: Πολύ τύπισσα η δικιά σου! 2. για άνθρωπο άγνωστο ή σχεδόν άγνωστο που δεν εμπνέει εμπιστοσύνη· τύπος 13β. Ήταν κάτι τυπάδες έξω από το μαγαζί και δε μας άφηναν να μπούμε.
[τύπ(ος)
1 -άς· τυπ(άς) -ισσα]