Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- τυνησιακός -ή -ό [tinisiakós] Ε1 : που ανήκει ή που αναφέρεται στην Tυνησία ή στους Tυνησίους ή προέρχεται από αυτή ή από αυτούς: Tυνησιακή κυβέρνηση / πρωτεύουσα.
[λόγ. Tυνησί(α) -ακός < γαλλ. Tunis(ie) -ία (σύγκρ. ελνστ. Tύνις, όν. της πρωτεύουσας)]