Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- τυμπανοκρουσία η [timbanokrusía] Ο25 (συνήθ. πληθ.) : 1. ο ήχος που παράγεται από το στρατιωτικό τύμπανο: Aκούστηκαν τυμπανοκρουσίες. 2. (μτφ.) επιδεικτικός και θορυβώδης τρόπος για να παρουσιάσουν κπ. ή κτ.: Προγράμματα που εξαγγέλλονται με τυμπανοκρουσίες για να μείνουν τελικά στα χαρτιά.
[λόγ. τύμπαν(ον) -ο- + κρούσ(ις) -ία κατά το κωδωνοκρουσία]