Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- τυμβωρυχία η [timvorixía] Ο25 : 1. η πράξη του τυμβωρύχου, η σύληση τάφου· (πρβ. νεκροσυλία): H ~ είναι ποινικό αδίκημα. 2. (μτφ.) αναφορά σε αρνητικά ή σκοτεινά σημεία της ζωής ενός νεκρού, με σκοπό την πολιτική ή άλλου είδους εκμετάλλευση.
[λόγ. < ελνστ. τυμβωρυχία]