Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- τυλιχτός -ή -ό [tilixtós] Ε1 : που τον έχουν τυλίξει ή που γίνεται με τύλιγμα: Φορούσε ένα μαντίλι τυλιχτό στο λαιμό της, τυλιγμένο. Tυλιχτά γλυκά.
[τυλικ- (τυλίγω) -τός με ανομ. τρόπου άρθρ. [kt > xt] ]