Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- τσόχα η [tsóxa] Ο25 : 1. είδος μονόχρωμου μάλλινου υφάσματος με πυκνή ύφανση και κοντό πέλος: Kάλυμμα τραπεζιού από ~. Έστρωσαν την πράσινη ~ στο τραπέζι για να παίξουν χαρτιά. ΦΡ τι πληρώνεις, την ~ ή τα ραφτικά*; ή τι είν΄ η τσόχα, τι είν΄ τα ραφτικά*! 2. (πράσινη) ~, χαρτοπαιξία: Στην πράσινη ~ παίζονται και χάνονται πολλά λεφτά.
τσοχάκι το YΠΟKΟΡ: μικρό κομμάτι τσόχας για διάφορες χρήσεις. [μσν. τσόχα < τουρκ. çuha (από τα περσ.)]