Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: τσόφλι
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
τσόφλι το [tsófli] Ο44 : 1. το εξωτερικό ασβεστολιθικό περίβλημα του αυγού των πτηνών· κέλυφος1: Tο πουλί σπάει το ~ και βγαίνει από το αυγό. 2. η εξωτερική σκληρή φλούδα ορισμένων καρπών, όπως π.χ. του αμύγδαλου, του καρυδιού, του φουντουκιού κτλ.

[μσν. τσόφλι < *εξώφλοιον < έξω + φλοι(ός) -ον με αποβ. του αρχικού άτ. φων. και τροπή [ks > ts] ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες