Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- τσόντα η [tsónda] Ο25 : 1α. μικρό κομμάτι από ύφασμα, που το ράβουν μα ζί με άλλο όμοιο για να το συμπληρώσουν: Έβαλε μια ~ στη φούστα για να τη μακρύνει. Tο μανίκι είναι στενό, θέλει μια ~. || (επέκτ.) προσθήκη οποιουδήποτε υλικού σε άλλο όμοιο. β. (οικ.) συμπληρωματικό χρηματικό ποσό: Έχω κάτι ψιλά, βάλε κι εσύ μια ~ να πάμε σινεμά. 2. (οικ.) α. σκηνές πορνογραφικής ταινίας, που προβάλλονται τελείως ασύνδετα ανάμεσα σε σκηνές άλλης ταινίας, σε λαϊκούς συνήθ. κινηματογράφους. β. πορνογραφική ταινία. || (επέκτ.) σκανδαλιστικό θέαμα.
[βεν. zonta]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- τσοντάρισμα το [tsondárizma] Ο49 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του τσοντάρω. α. προσθήκη σε ύφασμα ή σε άλλο υλικό: Tο ~ του μανικιού / της φούστας, μάτισμα. β. (οικ.) συμπλήρωση χρηματικού ποσού: Tα λεφτά που μου έδωσες για το ποδήλατο θέλουν ~.
[τσοντάρ(ω) -ισμα]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- τσοντάρω [tsondáro] -ομαι & τσοντέρνω [tsondérno] -ομαι Ρ6 : συμπληρώνω κτ. με τσόντα: α. ύφασμα ή άλλο υλικό: Θα ~ το σεντόνι για να μακρύνει / φαρδύνει, θα το ματίσω. β. (οικ.) χρηματικό ποσό: Δουλεύει και το απόγευμα για να τσοντάρει το μισθό. Θα ~ και εγώ για να το αγοράσεις το ποδήλατο.
[βεν. zontar -ω· τσοντ(άρω) μεταπλ. -έρνω]