Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- τσούχτρα η [tsúxtra] Ο25 : 1. είδος μικρής μέδουσας. 2. (μτφ., οικ.) για άνθρωπο, συνήθ. για γυναίκα, που με εκφράσεις κατάλληλα διατυπωμένες, φαινομενικά ουδέτερες, επικρίνει κπ. με οξύτητα.
[τσουκ- (τσούζω) -τρα με ανομ. τρόπου άρθρ. [kt > xt] ]