Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: τσούξιμο
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
τσούξιμο το [tsúksimo] Ο50 : ελαφρός αλλά οξύς, καυστικός πόνος: Ο ερεθισμός του δέρματος / των ματιών προκαλεί ~.

[τσουξ- (τσούζω) -ιμο]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες