Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- τσούγκρισμα το [tsúgrizma] Ο49 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του τσουγκρίζω: Tο ~ των αυγών το Πάσχα. || διαφωνία που οδηγεί στην ψυχρότητα δύο ατόμων.
[τσουγκρισ- (τσουγκρίζω) -μα]