Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: τσουτσέκι
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
τσουτσέκι το [tsutséki] Ο44α : (μειωτ.) για άνθρωπο ασήμαντο, άξιο περιφρόνησης, συνήθ. νεαρό: Tι να μας πει τώρα το ~!

[τουρκ. çiçek `“λουλούδι”, κατεργάρης, άστατος΄]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες