Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- τσουρέκι το [tsuréki] Ο44 : είδος αφράτου, γλυκού ψωμιού που το ζυμώνουν με γάλα, βούτυρο και αυγά: Πασχαλινό ~ μ΄ ένα κόκκινο αυγό στη μέση. Πλάθω τα τσουρέκια σε πλεξίδες και σε κουλούρες.
τσουρεκάκι το YΠΟKΟΡ. [τουρκ. ὀἔrek -ι ( [ἔ > u] από επίδρ. του [r] )]