Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: τσουράπι
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
τσουράπι το [tsurápi] Ο44 : (λαϊκότρ.) χοντρή μάλλινη, χειροποίητη κάλτσα.

[τουρκ. çorap ( [o > u] από επίδρ. του [r] )]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες