Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- τσουπ [tsúp] (άκλ.) : για να δηλώσουμε, επιφωνηματικά, την ξαφνική και συνήθ. ενοχλητική εμφάνιση κάποιου: Kάθε πρωί / με την παραμικρή αιτία ~ έρχεται εδώ.
[τουρκ. cup `μπλουμ΄ (ηχομιμ.)]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- τσούπρα η [tsúpra] & τσούπα η [tsúpa] Ο25α : (λαϊκότρ.) α. κόρη: Έχει ένα παιδί και δύο τσούπρες. β. κορίτσι, κοπέλα.
[αλβ. tšuprë, tšupa]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- τσουπωτός -ή -ό [tsupotós] Ε1 : (λαϊκότρ.) για σάρκα πλούσια και σφιχτή: Tο τσουπωτό χεράκι του μωρού. Γυναίκα τσουπωτή. Tο τσουπωτό σταφύλι.
[τσούπ(α) -ωτός]