Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- τσουνί το [tsuní] Ο43 : (λαϊκότρ.) 1. κοτσάνι. 2. για κτ. που μοιάζει στο σχήμα με κοτσάνι. 3. (παιδ.) το πέος.
[ίσως < αρχ. *κυνίον `σκυλάκι΄ (υποκορ. του κύων) ή < αλβ. tşuni `το αγόρι΄ (από το χαρακτηριστικό του φύλου του σε αντίθεση με το κορίτσι)]