Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- τσουκνίδα η [tsukníδa] Ο26 : είδος αγριόχορτου τα φύλλα του οποίου καλύπτονται από τρίχες που περιέχουν ένα ερεθιστικό για το δέρμα υγρό: Mε τσίμπησαν οι τσουκνίδες και με έπιασε φαγούρα.
[μσν. τσουκνίδα < *ακανθοκνίδη < άκανθ(α) -ο- + αρχ. κνίδη `τσουκνίδα΄ με σύντμ., τροπή [nθ > ts] (σύγκρ. ακανθόχοιρος > σκαντζόχοιρος), τροπή [o > u] από επίδρ. του υπερ. [k] και μεταπλ. -η > -α]