Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: τσουκαλάς
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
τσουκαλάς ο [tsukalás] Ο1 : (λαϊκότρ.) τεχνίτης που κατασκευάζει πήλινα αντικείμενα, κυρίως αγγεία· αγγειοπλάστης.

[τσουκάλ(ι) -άς]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες