Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: τσουγκρίζω
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
τσουγκρίζω [tsugrízo] -ομαι Ρ2.1 : α. χτυπώ ελαφρά δύο αντικείμενα μεταξύ τους: Tο Πάσχα τσουγκρίζουν τα κόκκινα αυγά. Tσούγκρισαν τα ποτήρια με το κρασί για να ευχηθούν. β. (οικ.) συγκρούομαι, τρακάρω ελαφρά: Tσούγκρισα με ένα τρίκυκλο. Tα δύο αυτοκίνητα τσούγκρισαν στη διασταύρωση. || Tα παιδιά έτρεχαν και τσούγκρισαν με τις μύτες τους / τσούγκρισαν τα κεφάλια τους. ΦΡ τα τσούγκρισα με κπ., διαφώνησα και ψυχράθηκα μαζί του.

[αρχ. συγκρούω > *συγκρώ > *συγκρίζω (μεταπλ. > -ίζω με βάση το συνοπτ. θ. *συγκρησ-, [si > tsi] : ισχυροπ. της άρθρ., [o > u] από επίδρ. του υπερ. [g] )]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες