Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- τσουβαλιάζω [tsuvalázo] -ομαι Ρ2.1 : 1. (οικ.) βάζω κτ. σε τσουβάλι για να το μεταφέρω: ~ τα κρεμμύδια / τις πατάτες. 2. (μτφ.) α. (οικ.) για ανθρώπους που μετακινούνται με μαζικά μέσα μεταφοράς, πολύ στριμωγμένοι και γενικά με απαράδεκτες συνθήκες: Mας τσουβαλιάζουν στα λεω φορεία. β. (λαϊκ.) συλλαμβάνω, πιάνω: Tον τσουβάλιασε η αστυνομία. γ. (λαϊκ.) πείθω κπ. με τεχνάσματα, τον εξαπατώ: Mε τσουβάλιασε και μου πούλησε τη σακαράκα του. δ. (λαϊκ.) αντιμετωπίζω διαφορετικούς ανθρώπους, πράγματα ή καταστάσεις με τον ίδιο, αρνητικό κυρίως, τρόπο· ΣYN ΦΡ βάζω στο ίδιο τσουβάλι.
[τσουβάλ(ι) -ιάζω]