Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- τσουβάλι το [tsuváli] Ο44 : 1α. μεγάλη θήκη μακρόστενη, ανοιχτή στο επά νω μέρος, από ειδικό χοντρό ύφασμα με αραιή ύφανση: ~ για κάρβουνα / για κρεμμύδια. || σακί: Ένα ~ με ζάχαρη / με αλεύρι. β1. αραιό και κακής ποιότητας ύφασμα. β2. φαρδύ και άχαρο ρούχο. 2. ποσότητα που χωράει σε ένα τσουβάλι: Aγόρασα ένα ~ πατάτες. ΦΡ με το ~, για κτ. που γίνεται σε πολύ μεγάλο βαθμό ή που είναι άφθονο: Λέει ψέματα / βγάζει λεφτά / δίνει υποσχέσεις με το ~. βάζω στο ίδιο ~, αντιμετωπίζω κάποιους με τον ίδιο, αρνητικό κυρίως, τρόπο.
τσουβαλάκι το YΠΟKΟΡ. [τουρκ. çuval (από τα περσ.) -ι]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- τσουβαλιάζω [tsuvalázo] -ομαι Ρ2.1 : 1. (οικ.) βάζω κτ. σε τσουβάλι για να το μεταφέρω: ~ τα κρεμμύδια / τις πατάτες. 2. (μτφ.) α. (οικ.) για ανθρώπους που μετακινούνται με μαζικά μέσα μεταφοράς, πολύ στριμωγμένοι και γενικά με απαράδεκτες συνθήκες: Mας τσουβαλιάζουν στα λεω φορεία. β. (λαϊκ.) συλλαμβάνω, πιάνω: Tον τσουβάλιασε η αστυνομία. γ. (λαϊκ.) πείθω κπ. με τεχνάσματα, τον εξαπατώ: Mε τσουβάλιασε και μου πούλησε τη σακαράκα του. δ. (λαϊκ.) αντιμετωπίζω διαφορετικούς ανθρώπους, πράγματα ή καταστάσεις με τον ίδιο, αρνητικό κυρίως, τρόπο· ΣYN ΦΡ βάζω στο ίδιο τσουβάλι.
[τσουβάλ(ι) -ιάζω]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- τσουβάλιασμα το [tsuválazma] Ο49 : η ενέργεια του τσουβαλιάζω. 1. (οικ.) τοποθέτηση σε τσουβάλι: Tο ~ της πατάτας. 2. (μτφ.) α. (λαϊκ.) σύλληψη: Tο ~ του λωποδύτη. β. (οικ.) για ανθρώπους που μετακινούνται με μαζικά μέσα μεταφοράς, πολύ στριμωγμένοι και γενικά με απαράδεκτες συνθήκες: Tο ~ του κόσμου στα λεωφορεία.
[τσουβαλιασ- (τσουβαλιάζω) -μα]