Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- τσορβάς ο [tsorvás] Ο1 : 1. είδος πηχτής σούπας κυρίως με ρύζι. || (επέκτ.) για φαγητό που έπηξε κατά λάθος και έγινε άνοστο. 2. (μτφ., λαϊκ.) για κατάσταση: α. χλιαρή, χωρίς ενδιαφέρον. β. μπερδεμένη· ανακατωσούρα.
[τουρκ. çorba -ς]