Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- τσολιάς ο [tso
ás] Ο1 : ΣYN εύζωνος. α. Έλληνας στρατιώτης, από τα μέσα περίπου του 19ου αι. έως και το β' παγκόσμιο πόλεμο, ελαφρά οπλισμένος και ντυμένος με τη χαρακτηριστική στολή που την αποτελούν το φέσι, η φέρμελη, η φουστανέλα, οι άσπρες μακριές κάλτσες και τα τσαρούχια με τη φούντα: Ο ~ έγινε το σύμβολο της νίκης στον πόλεμο του 1940. β. άνδρας του ειδικού σώματος που χρησιμοποιείται ως τιμητική φρουρά π.χ. στο μνημείο του Άγνωστου Στρατιώτη. || η στολή του τσολιά ως εθνική ενδυμασία: Nέοι ντυμένοι τσολιάδες έλαβαν μέρος στην παρέλαση. τσολιαδάκι το YΠΟKΟΡ α. Οι μικροί μαθητές ντύθηκαν τσολιαδάκια στην εθνική γιορτή. β. Tα τσολιαδάκια μας πολέμησαν στα βουνά της Aλβανίας. [τσόλ(ι)1 -ιάς]