Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: τσοκ
3 εγγραφές [1 - 3]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
τσοκ το [tsók] Ο (άκλ.) : μεταλλικός κύλινδρος που τον χρησιμοποιούν για να στερεώσουν το εξάρτημα ενός εργαλείου ή για να συγκρατούν ένα κομμάτι που το κατεργάζονται σε μηχανή.

[αγγλ. choke]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
τσοκαρία η [tsokaría] Ο25α : (οικ.) α. τσόκαρο2: Aυτή είναι μεγάλη ~. β. πολλά τσόκαρα2 μαζί: Mαζεύτηκε όλη η ~.

[τσόκαρ(ο) -αρία με απλολ. [arar > ar] ]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
τσόκαρο το [tsókaro] Ο41 : 1. είδος πέδιλου με ξύλινο πέλμα που αφήνει τη φτέρνα ελεύθερη. 2. (μτφ., οικ.) γυναίκα κακής αγωγής και διαγωγής, που συνήθ. προέρχεται από τα κατώτερα κοινωνικά στρώματα: Aυτό το ~ θέλει να μας κάνει και την κυρία.

[μσν. τσόκαρο < ιταλ. (διαλεκτ.) zocaro(;) (πρβ. ιταλ. zoccolo)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες