Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- τσιφούτης ο [tsifútis] Ο11 θηλ. τσιφούτα [tsifúta] Ο25α & τσιφούτισσα [tsifútisa] Ο27α : (οικ.) άνθρωπος πολύ φιλάργυρος και συμφεροντολόγος που εκμεταλλεύεται αυτούς που τον έχουν ανάγκη: Mου ήπιε το αίμα ο ~.
[τουρκ. çιfιt (αρχική σημ.: `Εβραίος΄), διαλεκτ. çifut -ης· τσιφούτ(ης) -α, -ισσα]