Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: τσιφλικάς
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
τσιφλικάς ο [tsiflikás] Ο1 : α. ιδιοκτήτης αγροτικής περιφέρειας στην Tουρκοκρατία· (πρβ. τιμαριούχος, γαιοκτήμονας). β. χαρακτηρισμός ιδιοκτήτη μεγάλων εκτάσεων γης, που τον χρησιμοποιούμε συνήθ. για να επισημάνουμε το άδικο καθεστώς της άνισης κατανομής της γης.

[τσιφλίκ(ι) -άς]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες