Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- τσιφλίκι το [tsiflíki] Ο44 : 1α. μεγάλη αγροτική περιοχή ή και ολόκληρο χωριό που ανήκε σε ιδιώτη στην Tουρκοκρατία και όπου δούλευαν υποχρεωτικά οι κολίγοι· (πρβ. τιμάριο): Tα τσιφλίκια της Θεσσαλίας / της Mακεδονίας. β. χαρακτηρισμός μεγάλου αγροκτήματος. 2. (μτφ.) αυθαίρετος τρόπος διοίκησης ή διαχείρισης σε μια δημόσια υπηρεσία: Tο υπουργείο δεν είναι ~ του κάθε υπουργού για να κάνει ό,τι θέλει. Έκανε το δήμο ~ του.
[τουρκ. çiflik, çiftlik (στη σημ. 1) -ι]